- παρακέκλημαι
- παρακέκλημαι, παρακληθῶ s. παρακαλέω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
παρακέκλημαι — παρακαλέω call to perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)